γεννημένη

γεννημένη
γεννάω
beget
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
γεννάω
beget
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Олимпиу, Деспина — Деспина Олимпиу Имя при рождении греч. Δέσποινα Ολυμπίου Дата рождения 17 октября 1975(1975 10 17 …   Википедия

  • ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… …   Dictionary of Greek

  • ανειλείθυια — ἀνειλείθυια, η (Α) [ειλείθυια] (επίθ. της Αθηνάς) α) η γεννημένη χωρίς τη βοήθεια της θεάς του τοκετού Ειλειθυίας β) κόρη, παρθένος …   Dictionary of Greek

  • αφρογένεια — ἀφρογένεια, η (Α) 1. γεννημένη μέσα απ τον αφρό της θάλασσας (επων. της Αφροδίτης) 2. ο πλανήτης Αφροδίτη …   Dictionary of Greek

  • γηρυγόνη — γηρυγόνη, η (Α) γεννημένη από τη φωνή, η ηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γήρυς «φωνή, λαλιά, λόγος» + γόνος < γόνος] …   Dictionary of Greek

  • ιφιγένεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόπαις — ὀρνιθόπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) (ως προσωνυμία τής Σειρήνος) γεννημένη από πτηνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + παῖς] …   Dictionary of Greek

  • σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… …   Dictionary of Greek

  • όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξίου, Χάρις ή Χαρούλα — Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας Χαρούλας Ρούπακα. Γεννημένη στη Θήβα, σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα και έκανε ερασιτεχνικές εμφανίσεις στο κέντρο Αρχιτεκτονική. Πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1971 (Μικρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”